μεταποιοῦμαι

μεταποιοῦμαι
μεταποιέω
alter the make of
pres ind mp 1st sg (attic epic doric)
μεταποιέω
alter the make of
pres ind mp 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μεταποιούμαι — μεταποιούμαι, μεταποιήθηκα, μεταποιημένος βλ. πίν. 74 , βλ. πίν. 75 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μεταποιώ — (ΑΜ μεταποιῶ, έω, σπάν. όω) μεταβάλλω την υφή ή τη μορφή ενός πράγματος, μετασκευάζω, μετασχηματίζω μσν. υποστηρίζω, συμπαρίσταμαι, βοηθώ αρχ. 1. κάνω κάποιον να αλλάξει γνώμη, μεταπείθω 2. (με γεν.) καταδιώκω 3. (το μέσ.) μεταποιοῡμαι, έομαι (με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”